-
1 мотоцикл
мотоцикл м η μοτοσικλέτα' \мотоцикл с коляской η μοτοσικλέτα με καλάθι* * *мη μοτοσικλέταмотоци́кл с коля́ской — η μοτοσικλέτα με καλάθι
См. также в других словарях:
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek